- μεσόζωα
- Μικρό φύλο θαλάσσιων ασπόνδυλων, με απλό, μικρό σώμα, που συχνά αποτελείται από λιγότερα από 50 κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν δύο στοιβάδες· τα κύτταρα της εξωτερικής στοιβάδας φέρουν βλεφαρίδες, ενώ τα εσωτερικά είναι αναπαραγωγικά. Τα μ. στερούνται στόματος, γαστρικής κοιλότητας, κυκλοφορικού και νευρικού συστήματος. Ακόμη περιλαμβάνουν τις τάξεις των ορθονηκτών και των ρομβοζώων, στις οποίες υπάγονται συνολικά περίπου 50 είδη, εκ των οποίων όλα είναι ενδοπαράσιτα των θαλάσσιων ασπόνδυλων, τουλάχιστον σε κάποια φάση της ζωής τους.
Τα μ. αποτελούν μία αινιγματική ομάδα ζώων, επειδή ελάχιστη έρευνα έχει γίνει γι’ αυτά, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου γνωστά απολιθώματά της.
* * *ταζωολ. φύλο απλούστατων μικρών, βλεφαριδωτών, πολύ κυτταρικών οργανισμών που παρασιτούν στα θαλάσσια ασπόνδυλα.
Dictionary of Greek. 2013.